εναντίβιος

εναντίβιος
ἐναντίβιος, -ον (Α)
1. εχθρικός
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐναντίβιον
εναντίον, εχθρικά («ἵππους τε στρέψαι καὶ ἐναντίβιον μαχέσασθαι», Ομήρ. Ιλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐναντίβιος — set against masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναντίβιον — ἐναντίβιος set against masc/fem acc sg ἐναντίβιος set against neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναντίβια — ἐναντίβιος set against neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βία — Θεότητα της μυθολογίας που προσωποποιεί τη δύναμη και την επιβολή. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου, ήταν κόρη του Τιτάνα Πάλλαντα και της Ωκεανίδας Στύγας. Η B., μαζί με τη μητέρα της και τα αδέλφια της (Κράτος, Ζήλος και Νίκη), βοήθησε τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”